σηματοδοσία

σηματοδοσία
η, Ν [σηματοδότης]
1. (ναυτ.-στρ.) η μεταβίβαση από ένα σημείο σε άλλο σημάτων με καθορισμένο τρόπο ή σύντομων φράσεων με το αλφάβητο μορς
2. «σηματοδοσία διά βραχιόνων»
ναυτ. μετάδοση σημάτων με σηματογράφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σηματοδότης — ο, Ν 1. οπλίτης που εκτελεί τη σηματοδοσία 2. μηχάνημα, συσκευή που δίνει σήματα για την ασφαλή κυκλοφορία τών σιδηροδρομικών συρμών 3. φρ. «φωτεινός σηματοδότης» ή, απλώς, «σηματοδότης» διάταξη στις διασταυρώσεις οδών και στις διαβάσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”