- σηματοδοσία
- η, Ν [σηματοδότης]1. (ναυτ.-στρ.) η μεταβίβαση από ένα σημείο σε άλλο σημάτων με καθορισμένο τρόπο ή σύντομων φράσεων με το αλφάβητο μορς2. «σηματοδοσία διά βραχιόνων»ναυτ. μετάδοση σημάτων με σηματογράφο.
Dictionary of Greek. 2013.